- αταξίδευτος
- -η, -οαυτός που δεν ταξίδεψε: Σ' όλη του τη ζωή έμεινε αταξίδευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αταξίδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ταξιδεύει ή που δεν έχει ταξιδέψει 2. (για πλοία) καινούργιος, πρωτοτάξιδος 3. (για θάλασσα) που δεν την έχουν διασχίσει ταξιδεύοντας … Dictionary of Greek
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek